Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀξύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὀξύς, -εῖα, , Ιων. θηλ. ὀξέα· ὀξεῖα, Επικ. αντί του ουδ. πληθ. ὀξέα (συγγενές προς το ὠκύςI. οξύς, μυτερός, κοφτερός, αιχμηρός, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος, αυτός που απολήγει σε μυτερό άκρο, σε Ηρόδ.· τὸὀξύ, η κορυφή του τριγώνου, στον ίδ. II. 1. λέγεται για αισθήσεις, οξύς, διαπεραστικός, καυστικός, ισχυρός, έντονος, ὀδύναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀξὺς ἠέλιος, ήλιος που καίει, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, χιὼνὀξεῖα, όπως το gelu acutum του Οράτ., σε Πίνδ.· μάχη ὀξέα, πεισματώδης, σε Ηρόδ. 2. α) για την όραση, ουδ. ως επίρρ., ὀξύτατον δέρκεσθαι, έχω οξυτάτη όραση, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὀξὺ νοεῖν, επισημαίνω, αντιλαμβάνομαι ταχύτατα κάτι, στο ίδ.· ὀξὺἀκούειν, έχω οξεία ακοή, στο ίδ. β) λέγεται για αντικείμενα που ενοχλούν την όραση, εκθαμβωτικός, λαμπερός, λέγεται για τον ήλιο, στο ίδ.· λέγεται για χρώματα, σε Αριστοφ. 3. α) χρησιμ. για ήχο, οξύς, έντονος, υψηλός, διαπεραστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται και για φωνή, ὀξὺ βοήσας, ὀξὺ λεληκώς, στο ίδ. κ.λπ. β) χρησιμ. για μουσικούς τόνους, οξύς, υψηλός, σε αντίθ. προς το βαρύς, σε Πλάτ. 4. λέγεται για γεύση, έντονη, πικάντικη, ξινή, σε Ξεν. κ.λπ. 5. λέγεται για οσμή, ὀξύτατον ὄζειν, σε Αριστοφ. III. 1. μεταφ., χρησιμ. για τη νόηση, το νου, οξύς, ταχύς στην αντίληψη, ευέξαπτος, ορμητικός, εριστικός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. κοφτερός στο μυαλό, έξυπνος, ευφυής, σε Πλάτ.· με απαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι, σε Θουκ.· γνῶναι ὀξύτατοι, σε Δημ. IV. λέγεται για κίνηση, γρήγορος, ταχύς, ευκίνητος, σε Αριστοφ.· (ἡ νόσος) ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, σε Σοφ.· ὀξὺς νότος, στον ίδ. V. ομαλ. επίρρ. ὀξέως, γρήγορα, σύντομα, εν τάχει, ευθύς, αμέσως, σε Θουκ., Πλάτ.· αλλά, 2. το ουδ. ὀξύ και στον πληθ. ὀξέα, ως επίρρ., βλ. ανωτ.· συγκρ. ὀξύτερον, σε Θουκ. κ.λπ.· υπερθ. ὀξύτατον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀξύτατα, σε Πλάτ.
ὀξύ-στομος, -ον (στόμα), αυτός που έχει κοφτερά δόντια, σε Αισχύλ.· λέγεται για σκνίπα, σε Αριστοφ.· λέγεται για ξίφος, κοφτερό, σε Ευρ.