Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀξύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀξύνω[ῡ], μέλ. ὀξυνῶ, αόρ. αʹ ὤξῡνα, παρακ. ὄξυγκαΠαθ., αόρ. αʹ ὠξύνθην, παρακ. ὤξυμμαι και ὤξυσμαι (ὀξύς1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό· μεταφ., κεντρίζω το θυμό, προκαλώ, εξερεθίζω, σε Σοφ.Παθ., σε Ηρόδ. 2. κάνω κάτι οξύ, δριμύ, γρήγορο, σε Ανθ.