LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀνειροπόλος"
- ὀνειρο-πόλος, ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.