LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀνήσιμος"
- ὀνήσιμος, -ον (ὀνίνημι), χρήσιμος, επωφελής, ευεργετικός, σε Αισχύλ., Σοφ.· βοηθητικός, υποστηρικτικός, σε Σοφ.