Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀλιγωρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀλῑγωρέω, μέλ. -ήσω, δείχνω μικρή εκτίμηση, κρίνω με ελαφρότητα, δίνω μικρή σημασία σε κάτι, με γεν., σε Ξεν., Πλάτ.· απόλ., δεν δίνω προσοχή, σε Θουκ.Παθ., παρακ. ὠλιγώρημαι, δεν απολαμβάνω μεγάλης εκτίμησης, υποτιμούμαι, σε Δημ.