Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀλίγος"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
ὀλίγος[ῐ], , -ον, I. 1. λέγεται για αριθμό ή ποσότητα, λίγος, σπάνιος, μικρός, περιορισμένος, ισχνός, αντίθ. προς το πολύς, σε Όμηρ. κ.λπ.· το σώμα των κυβερνώντων στα ολιγαρχικά πολιτεύματα ονομαζόταν οἱ ὀλίγοι, σε Θουκ. κ.λπ. 2. με απαρ., πολύ περιορισμένος για να επιτύχει κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. II. λέγεται για μέγεθος, μικρός, αδύνατος, ισχνός, αντίθ. προς το μέγας, σε Όμηρ.· ὀλίγον ἢ οὐδέν, λίγο ή τίποτε, σε Πλάτ. III. ουδ. ὀλίγον ως επίρρ., λίγο, λίγο μόνον, ελαφρά, σε Όμηρ., Ευρ.· με συγκρ. επίθ., ὀλίγον προγενέστερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀλίγον ἦσσον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὀλίγον τι πρότερον, σε Ηρόδ.· αλλά, το ὀλίγῳ συνοδεύει συχνότερα συγκρ. στον πεζό λόγο, στον ίδ. κ.λπ. IV. Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. ὀλίγου δεῖν, σχεδόν, ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, λίγο έλειψε να κυριεύσει, σε Ηρόδ.· απ' όπου, το ὀλίγου μόνο του, παραλίγο, σχεδόν, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ὀλίγου ἐς χιλίους, σχεδόν χιλίους, σε Θουκ. 2. δι' ὀλίγου (ενν. χώρου), σε μικρή απόσταση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, δι'ὀλίγου (ενν. χρόνου), εντός ολίγου, αιφνιδίως, σε Θουκ.· δι' ὀλίγων, με λίγα λόγια, σε Πλάτ. 3. ἐν ὀλίγῳ (ενν. χώρῳ), σε μικρό χώρο, στα όρια μιας μικρής περιοχής, σε Θουκ.· επίσης, ἐν ὀλίγῳ (ενν. χρόνῳ), σε μικρό χρονικό διάστημα, ξαφνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ. 4. ἐν ὀλίγοις, ένας ανάμεσα σε λίγους, δηλ. εξαιρετικά, αξιοπρόσεκτα, σε Ηρόδ. 5. ἐξ ὀλίγου = δι' ὀλίγου, λέγεται για χρόνο, σε Θουκ. 6. ἐς ὀλίγον, εντός ολίγου, στον ίδ. 7. κατ' ὀλίγον, λίγο λίγο, στον ίδ.· το επίθ. όμως λαμβάνει συχνά το γένος και τον αριθμό του ουσ. που προσδιορίζει, κατ' ὀλίγους, λίγους κάθε φορά, σε μικρές ομάδες, σε Ηρόδ., Θουκ. 8. μετ' ὀλίγον τούτων, λίγο μετά απ' αυτά, σε Ξεν.V. το επίρρ. ὀλίγως είναι σπάνιο, οὐκ ὀλίγως, σε Ανθ. VI. Σύγκριση· 1. ο συγκρ. συνήθως αναπληρώνεται από τα μείων, ἥσσων ή ἐλάσσων· ο τύπος ὀλίζων, -ον, γεν. -ονος, είναι σπάνιος. 2. υπερθ. ὀλίγιστος, , -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ὀλίγιστον ή τὸ ὀλίγιστον, ως επίρρ., Λατ. minime, σε Πλάτ.· ὡς ὀλίγιστα, στον ίδ.
ὀλῐγό-σαρκος, -ον (σάρξ), λιπόσαρκος, αδύνατος, σε Λουκ.
ὀλῐγοσῑτία, , περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.
ὀλῐγό-σῑτος, -ον, αυτός που τρώει λίγο, λιγόφαγος.
ὀλῐγοστῐχία, , το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους, αράδες, σε Ανθ.
ὀλῐγό-στῐχος, -ον, αυτός που αποτελείται από μικρό αριθμό στίχων.
ὀλῐγοστός, , -όν (ὀλίγος), I. ένας από σύνολο πολλών, αντίθ. του πολλοστός, σε Πλούτ. II. ὀλιγοστὸν χρόνον, στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, σε Σοφ.