Αποτελέσματα για: "ὀκτώ"
Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
-
ὀκτώ, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, Λατ. octo, οχτώ, ο αριθμός οχτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.
-
ὀκτω-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, ο αριθμός δεκαοχτώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
-
ὀκτωκαιδεκά-δραχμος, -ον (δραχμή), αυτός που ζυγίζει ή αξίζει δεκαοχτώ δραχμές, σε Δημ.
-
ὀκτωκαιδεκα-έτης, -ες (ἔτος), = ὀκτωκαιδεκέτης, σε Λουκ.
-
ὀκτω-και-δέκᾰτος, -η, -ον, δέκατος όγδοος (τακτικό αριθμητικό)· ὀκτωκαιδεκάτῃ (ενν. ἡμέρᾳ), κατά τη δέκατη όγδοη μέρα, σε Ομήρ. Οδ.
-
ὀκτωκαιδεκ-έτης, -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκαοχτώ ετών, σε Δημ., Θεόκρ.· θηλ. -έτις, -ιδος, σε Λουκ.
-
ὀκτώ-πους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.