Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀκτώ"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
ὀκτώ, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, Λατ. octo, οχτώ, ο αριθμός οχτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.
ὀκτω-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, ο αριθμός δεκαοχτώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ὀκτωκαιδεκά-δραχμος, -ον (δραχμή), αυτός που ζυγίζει ή αξίζει δεκαοχτώ δραχμές, σε Δημ.
ὀκτωκαιδεκα-έτης, -ες (ἔτος), = ὀκτωκαιδεκέτης, σε Λουκ.
ὀκτω-και-δέκᾰτος, , -ον, δέκατος όγδοος (τακτικό αριθμητικό)· ὀκτωκαιδεκάτῃ (ενν. ἡμέρᾳ), κατά τη δέκατη όγδοη μέρα, σε Ομήρ. Οδ.
ὀκτωκαιδεκ-έτης, -ου, (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκαοχτώ ετών, σε Δημ., Θεόκρ.· θηλ. -έτις, -ιδος, σε Λουκ.
ὀκτώ-πους, , , -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.