LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀθόνη"
- ὀθόνη, ἡ, 1. λεπτό λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ. 2. ιστία, σε Ανθ.· στον ενικ., καραβόπανο, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).