LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἴων"
- Ἴων, -ωνος, ὁ, Ίων, γιος του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική φυλή, σε Ηρόδ.· οἱ Ἴωνες, οι Ίωνες.
- ἱώνγα, Βοιωτ. αντί ἔγωγε.
- ἰωνιά, -ᾶς, ἡ (ἴον), λειμώνας από μενεξέδες, λιβάδι γεμάτο από βιολέτες, Λατ. violarium, σε Αριστοφ.
- Ἰωνικός, -ή, -όν, Ιωνικός, δηλ. εκθηλυσμένος, θηλυπρεπής, σε Αριστοφ.