LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἰουδαῖος"
- Ἰουδαῖος, ὁ, Εβραίος· Ἰουδαία, Εβραία· ἡ Ἰουδαία (ενν. γῆ), η χώρα της Ιουδαίας· Ἰουδαϊκός, -ή, -όν, Εβραϊκός· Ἰουδαΐζω, συμπλέω, συντάσσομαι ή μιμούμαι τους Εβραίους, σε Κ.Δ.