Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἵστημι (αντί σί-στημι, αναδιπλ. από √ΣΤΑI. μτβ. χρόνοι, στήνω, ορθώνω, Λατ. sisto, ενεστ. ἵστημι, προστ. ἵστη ή ἵστα, παρατ. ἵστην, Επικ. γʹ ενικ. ἵστασκε· μέλ. στήσω, Δωρ. στᾱσῶ, αόρ. αʹ ἔστησα, Επικ. γʹ πληθ. ἔστᾰσαν αντί ἔστησαν· ομοίως και Μέσ. αόρ. αʹ ἐστησάμην· II. αμτβ., στέκομαι, Λατ. sto· 1. Ενεργ., αόρ. βʹ ἔστην, Επικ. στάσκον, γʹ πληθ. ἔστησαν, Επικ. επίσης ἔσταν, στὰν [ᾰ]· προστ. στῆθι, Δωρ. στᾶθι, υποτ. στῶ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. στήῃς, στήῃ (αντί στῇς, στῇ), αʹ πληθ. στέωμεν και στείομεν αντί στῶμεν· ευκτ. σταίην, απαρ. στῆναι, Επικ. στήμεναι· μτχ. στάς· παρακ. ἕστηκα, υπερσ. ἑστήκειν, Αττ. επίσης εἱστήκειν· Ιων. γʹ ενικ. ἑστήκεε· χρησιμ. δυϊκ. και πληθ. παρακ. ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι, Ιων. ἑστέᾱσι· προστ. ἕστᾰθι· υποτ. ἑστῶ· ευκτ. ἑσταίην· απαρ. ἑστάναι, Επικ. ἑστάμεν, ἑστάμεναι, μτχ. ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστός, Ιων. ἑστεώς, -ῶτος, Επικ. ἑστηώς, γεν. ἑστᾰότος, αιτ. ἑστᾰότα, ονομ. πληθ. ἑστᾰότες, υπερσ. ἑστάτην [ᾰ], ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν. 2. Παθ., ἵσταμαι· προστ. ἵστω, Επικ. ἵστασο· παρατ. ἱστάμην, μέλ. στᾰθήσομαι και Μέσ. στήσομαι· επίσης (από παρακ. ἕστηκα) γʹ μέλ. ἑστήξω και ἑστήξομαι· αόρ. αʹ ἐστάθην [ᾰ]· παρακ. ἕσταμαι.
Α.
Μτβ.: I. βάζω κάτι να σταθεί, στήνω, ορθώνω, τοποθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τακτοποιώ, παρατάσσω ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II. κάνω κάποιον να σταματήσει, σταματώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· στῆσαι τὴν φάλαγγα, εμποδίζω τη φάλαγγα, σε Ξεν.· ἔστησεν τὰ ὄμματα, τα είχε ακίνητα, τα προσήλωσε, λέγεται για τον Σωκράτη όταν εξέπνευσε, σε Πλάτ.· ἵστημι τὸ πρόσωπον, Λατ. componere vultum, σε Ξεν. III. 1. στήνω, ἵστημι ἱστόν, στήνω τον αργαλειό ή υψώνω τον ιστό, σε Όμηρ.· ανοικοδομώ, ανεγείρω κτίρια, στήνω αγάλματα, τρόπαια κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἱστάναι τινὰχαλκοῦν, στήνω για κάποιον χάλκινο ανδριάντα. 2. σηκώνω, ανεγείρω, ανυψώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλόπιδα στήσειν, εγείρω, προκαλώ διαμάχη, σε Ομήρ. Οδ.· στον Μέσ. αόρ. αʹ, στήσασθαι μάχην, στον ίδ. 3. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ, τινὰ βασιλέα, σε Ηρόδ.Παθ., ὁ σταθεὶς ὕπαρχος, στον ίδ. 4. ιδρύω, καθιερώνω γιορτή, στον ίδ., Αττ. 5. βάζω, τοποθετώ στην ζυγαριά, ζυγίζω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἵστημί τι πρός τι, ζυγίζω κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, σε Ηρόδ. Β. Παθ. και Αμτβ. χρόνοι Ενεργ.: I. 1. είμαι τοποθετημένος, στέκομαι, σε Όμηρ.· συχνά αντί εἶναι, βρίσκομαι, υπάρχω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με επίρρ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση, ἵνα χρείας ἕσταμεν, σε ποιο σημείο ανάγκης ή συμφοράς βρισκόμαστε, σε Σοφ. κ.λπ. 2. κείμαι, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Θουκ. II. 1. στέκομαι ακίνητος, αδρανώ, σταματώ, σε Όμηρ.· κάθομαι άπραγος, σε Ομήρ. Ιλ.· σταματώ, βρίσκομαι σε ηρεμία, στο ίδ. 2. μεταφ., κάθομαι σταθερός, είμαι σφριγηλός, σε Ξεν. III. 1. στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι, εξεγείρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. λέγεται για άλογα, ἵστασθαι ὀρθός, σε Ηρόδ. 2. ξεκινώ, αρχίζω, ξεσηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. χρησιμ. για δήλωση χρόνου, ἔαρος ἱσταμένοιο, καθώς ξεκινούσε η άνοιξη, στις αρχές της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· ἕβδομος ἑστήκει μείς, άρχισε ο έβδομος μήνας, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, καθώς ο ένας μήνας τελειώνει και ξεκινά ο άλλος, σε Ομήρ. Οδ.· ο μήνας στον Όμηρ. διαιρείται σε δύο μέρη, ἱστάμενος και φθίνων· αλλά, κατά το Αττ. ημερολόγιο, διαιρείται σε τρεις δεκάδες, ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, σε Ηρόδ., Θουκ. 4. ορίζομαι, διορίζομαι, τοποθετούμαι, στῆναι ἐς ἀρχήν, σε Ηρόδ.