Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵμερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἵμερος[ῑ], , I. 1. πόθος, επιθυμία για κάτι, Λατ. desiderium, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ξεσήκωσε μέσα τους επιθυμία για δάκρυα, δηλ. την επιθυμία να θρηνήσουν για να ανακουφίσουν την ψυχή τους, στο ίδ.· και με δεύτερη γεν. (αντικειμ.), πατρὸς ὑφ' ἵμερος ὦρσε γόοιο, για τον πατέρα της, σε Ομήρ. Οδ.· ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., πολλοὶ ἵμεροι, διάφορα, ποικίλα συναισθήματα, σε Αισχύλ. 2. απόλ., επιθυμία, έρωτας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. ως επίθ., αλλά μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἵμερον αὐλεῖν, σε Ανθ.· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν, στο ίδ.