Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵλαος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἵλαος[ῑ], -ον, Αττ. ἵλεως, -ων, δυϊκ. ἵλεω· ονομ. πληθ. ἵλεῳ, ουδ. ἵλεα· I. λέγεται για θεούς, ευμενής, ευνοϊκός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. II. λέγεται για ανθρώπους, ευμενής, αγαθός, πράος, ήπιος, θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Σοφ.