Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἵζω, Δωρ. ἵσδω, προστ. ἵζε, παρατ. ἷζον, Ιων. ἵζεσκον, αόρ. αʹ εἷσα (πρβλ. ἕζομαιI. 1. μτβ., καθίζω κάποιον, τον τοποθετώ, μή μ' ἐς θρόνον ἷζε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις, σε Αισχύλ.· Ιων. και ποιητ. αόρ. αʹ εἷσα είναι πάντοτε μτβ. (όπως στα σύνθετα ἐφ-, καθ-εῖσα), εἷσεν ἐν κλισμοῖς, κατὰ κλισμούς, ἐπὶ θρόνου, ἐς δίφρον, σε Όμηρ.· εἷσέ μ' ἐπὶ βουσί, με όρισε επόπτη των βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.· σκοπὸν εἷσε, με τοποθέτησε σκοπό, σε Ομήρ. Ιλ.· λόχον εἷσαν, έστησαν ενέδρα, στο ίδ.· εἷσεν ἐν Σχερίῃ, τους έβαλε στο νησί της Σχερίας, σε Ομήρ. Οδ.· προστ. εἷσον, στο ίδ.· μτχ. ἕσας, στο ίδ.· ομοίως, στον Ηρόδ., τοῦτον εἷσε ἐς τὸν θρόνον, στο ίδ.· ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἵζειν τοὺς βασιλέας, στο ίδ.· απαρ. ἕσσαι, στον Πίνδ.· σπανίως, στην Αττ., σὺ γάρ νιν εἷσας ἐς τόδε, γιατί εσύ την έφερες σ' αυτό το σημείο (της δόξας), σε Σοφ.· πρβλ. καθίζω. 2. Μέσ. αόρ. αʹ εἱσάμην χρησιμ. με τη σημασία του ἱδρύω, αφιερώνω, ανεγείρω ναούς, στήνω αγάλματα, κ.λπ. προς τιμήν των θεών, σε Θέογν., Ηρόδ.· μτχ. εἱσάμενος, σε Θουκ. II. 1. αμτβ., κάθομαι, κάθομαι κάτω, τοποθετούμαι, Λατ. sedere, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵζειν ἐς θρόνον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς θᾶκον, σε Σοφ.· επίσης, ἐπὶ θρόνου, σε Όμηρ.· ἐπὶ τὸ δεῖπνον, σε Ηρόδ.· ἐπὶ κώπην, λέγεται για τους κωπηλάτες, σε Αριστοφ.· με αιτ. τόπου, ἵζειν θρόνον, σε Αισχύλ.· βωμόν, σε Ευρ. 2. κάθομαι ακίνητος, παραμένω ήσυχος, ησυχάζω, σε Ομηρ. Ύμν. III. Παθ., επίσης με τη σημασία II, κάθομαι, πάροιθ' ἵζευ ἐμεῖο, κάθεστε πριν από εμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· ενεδρεύω, στο ίδ.· λέγεται για στράτευμα, τοποθετούμαι, παίρνω θέση, ἵζεσθαι ἀντίοι τινί, σε Ηρόδ.· ἵζεσθαι ἐν τῷ Τηϋγέτῳ ή ἐς τὸ Τηΰγετον, στον ίδ.