Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵδρυμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἵδρῦμα, -ατος, τό (ἱδρύω1. θεμελιωμένο οικοδόμημα ή κτίριο, ίδρυμα, σε Πλούτ. 2. όπως το ἕδος, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ. 3. τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιο, στήριγμα της πόλης, Λατ. columen rei, σε Ευρ.
ἵδρῡμαι, Παθ. παρακ. του ἱδρύω.