Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἴφθιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἴφθῑμος, , -ον ή -ος, -ον (ἶφι, ἴφιος), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις γυναίκες, εύρωστη, ευπρεπής, κόσμια, σε Όμηρ.