LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἴυγξ"
- ἶυγξ, ἴυγγος, ἡ (ἰύζω)· 1. σουσουράδα, ονομαζόμενη έτσι από την κραυγή της· οι αρχαίες μάγισσες συνήθιζαν να τη δένουν σ' έναν τροχό, πιστεύοντας πως καθώς γύριζε, είλκυαν έτσι τις καρδιές των ανδρών και τους έκαναν να υπακούουν, σε Ξεν., Θεόκρ. 2. μεταφ., ξόρκι, φίλτρο, γοητεία, φλογερή επιθυμία, πόθος για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.