Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἴσχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἴσχω, τύπος του ἔχω που απαντά μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. παρατ. ἴσχον· Επικ. απαρ. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν· I. 1. κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω, σε Όμηρ.· με γεν., συγκρατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, ἴσχω τινὰ μὴ πράσσειν, στον ίδ. 2. αμτβ., ἴσχε, στάσου! σταμάτα!, σε Αισχύλ.· λέγεται για πλοία, είμαι αγκυροβολημένος, σε Θουκ.· ομοίως, με αμτβ. σημασία στην Παθ., ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχεο, σε Όμηρ.· με γεν., ἴσχεσθαί τινος, απέχω, απομακρύνομαι από κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχετο ἐντούτῳ, απρόσ., εδώ σταμάτησε, διακόπηκε (η διαπραγμάτευση). II. 1. έχω στην κατοχή μου, διατηρώ, κρατώ, κατέχω, φυλάω σαν κτήμα μου, σε Ηρόδ., Αττ.· έχω γυναίκα, σύζυγο, σε Ηρόδ.· εγκυμονώ, κυοφορώ, στον ίδ. 2. αμτβ. όπως το ἔχω, με επίρρ. ή επίθ., ἴσχω χαλεπώτερον, σε Θουκ.