LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἴουλος"
- ἴουλος, ὁ, = οὖλος, πρώιμο χνούδι στις παρειές του προσώπου ή ιδίως κάτω απ' τους κροτάφους των νέων, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.