Αποτελέσματα για: "ἴον"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
ἴον[ῐ], τό, μενεξές, σε Θεόκρ.· άπαξ στον Όμηρ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, πιθ. σημασία της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και σέλινο· αλλά αν είναι εδώ ο ίδιος ο μενεξές ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα μπλε λουλούδια είναι αμφίβ.
-
ἰονθάς, -άδος, ἡ, τριχωτός, μαλλιαρός, επίθ. του αγριοκάτσικου, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἴονθος, ὁ, ρίζα της τρίχας, των μαλλιών· μικρή, νέα τρίχα.
-
Ἰόνιος[ῑ], -α, -ον (Ἰώ), αυτός που χαρακτηρίζει ή πήρε το όνομά του από την Ιώ· Ἰόνιος κόλπος ή πόρος, η θάλασσα μεταξύ της Ηπείρου και της Ιταλίας στην οποία κολύμπησε η Ιώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.