Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἴλη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἴλη[ῑ], Δωρ. ἴλα, Ιων. εἴλη, (ἴλλω, εἴλω1. πλήθος, ομάδα, τάγμα ανδρών, σε Ηρόδ., Σοφ.· εὔφρονες ἶλαι, εύθυμες συντροφιές, φαιδροί όμιλοι, σε Πίνδ.· επίσης, ἴλη λεόντων, σε Ευρ. 2. ως στρατιωτικός όρος, ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, κατ' ἴλας = ἰλαδόν, σε αντιδιαστολή προς το κατὰ τάξεις, σε Ξεν.
ἱλήκω[ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
ἵλημι[ῑ], = το προηγ., προστ. ἵληθι, λέγεται σε δεήσεις, γίνε ευμενής! σε Ομήρ. Οδ.· Δωρ. ἵλᾰθι, σε Θεόκρ.