Αποτελέσματα για: "ἴλη"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ἴλη[ῑ], Δωρ. ἴλα, Ιων. εἴλη, ἡ (ἴλλω, εἴλω)· 1. πλήθος, ομάδα, τάγμα ανδρών, σε Ηρόδ., Σοφ.· εὔφρονες ἶλαι, εύθυμες συντροφιές, φαιδροί όμιλοι, σε Πίνδ.· επίσης, ἴλη λεόντων, σε Ευρ. 2. ως στρατιωτικός όρος, ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, κατ' ἴλας = ἰλαδόν, σε αντιδιαστολή προς το κατὰ τάξεις, σε Ξεν.
-
ἱλήκω[ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
-
ἵλημι[ῑ], = το προηγ., προστ. ἵληθι, λέγεται σε δεήσεις, γίνε ευμενής! σε Ομήρ. Οδ.· Δωρ. ἵλᾰθι, σε Θεόκρ.