Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἴδιος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἴδιος[ῐδ], , -ον και -ος, -ον, I. αυτός που ανήκει στον εαυτό του, ίδιος, ιδιωτικός· 1. ιδιωτικός, ιδιαίτερος· πρῆξις ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος, αυτή η υπόθεση είναι ιδιωτική, όχι δημόσια, σε Ομήρ. Οδ.· ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς, εισάγω έναν ιδιώτη σε μια δημόσια υπόθεση, σε Πίνδ.· πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος, ιδιωτικός και δημόσιος πλούτος, σε Θουκ.· τὰ ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια, ναοί και ιδιωτικά κτίρια, σε Ηρόδ. 2. τὰ ἴδια, ιδιωτικές υποθέσεις, ιδιωτικά συμφέροντα, ζητήματα, αντίθ. προς τα κοινά, δημόσια, σε Θουκ.· ιδιωτική περιουσία, στον ίδ.· ἴδια πράττειν, φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις, σε Ευρ.· τὰ ἐμὰ ἴδια, σε Δημ.· στον ενικ., τὸ ἡμέτερον ἴδιον, στον ίδ.· εἰς τὸ ἴδιον, για τον εαυτό (μου), σε Ξεν.· ἔγωγε τοὐμὸν ἴδιον, τουλάχιστον σε σχέση με όσα με αφορούν, σε Λουκ. II. ιδιαίτερος, ξεχωριστός, διακεκριμένος, ἔθνος ἴδιον, σε Ηρόδ.· ἴδιοί τινες θεοί, σε Αριστοφ.· ἴδιον ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους, σε Πλάτ.· ασυνήθιστος, παράδοξος, περίεργος, ἰδίοισιν ὑμεναίοισι, σε Ευρ. III. ομαλ. συγκρ. ἰδιώτερος· υπερθ. ἰδιώτατος, σε Δημ.· μεταγεν., ἰδιαίτερος, -αίτατος, σε Αριστ. IV. 1. επίρρ., ἰδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. επίσης, ἰδίᾳ, Ιων. -ίῃ, ως επίρρ., μεμονωμένα, ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ, σε Θουκ.· καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, στον ίδ.· με γεν., ἰδίᾳ τῆς φρενός, ξέχωρα από..., έξω από..., σε Αριστοφ.
ἰδιό-στολος, -ον (στέλλω), οπλισμένος με δικά του έξοδα, σε Πλούτ.· ἰδιόστολος ἔπλευσε, έπλευσε με το δικό του πλοίο, στον ίδ.