LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἱπποσύνη"
- ἱπποσύνη, ἡ (ἵππος)· I. τέχνη της αρματηλασίας, ιππική δεξιότητα, σε Όμηρ. II. = ἵππος II, δηλ. ιππικό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.