Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱππεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱππεύς, γεν. -έως, Επικ. -ῆος, (ἵπποςI. 1. ιππέας, καβαλάρης, λέγεται είτε για τον αρματηλάτη (ηνίοχο) είτε για τον ήρωα που μάχεται από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. καβαλάρης, δηλ. έφιππος, με αυτή την έννοια απαντά πρώτα στον Ηρόδ. II. 1. στη νομοθεσία του Σόλωνα, οι ἱππεῖς, στην Αττ. ἱππῆς, ήταν η δεύτερη τάξη των πολιτών, η οποία έπρεπε να κατέχει γη αξίας τριακοσίων μεδίμνων, καθώς και ένα άλογο, σε Αριστοφ., Θουκ. 2. στη Σπάρτη, οι ιππείς ήταν τριακόσιοι επίλεκτοι άνδρες, οι οποίοι αποτελούσαν τη φρουρά του βασιλιά, σε Ηρόδ.