LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἱμερόεις"
- ἱμερόεις[ῑ], -εσσα, -εν (ἵμερος), αυτός που εγείρει την επιθυμία ή τον πόθο, διεγερτικός, αγαπητός, ποθητός, θελκτικός, σε Όμηρ., Θεόκρ.· υπερθ. ἱμεροέστατος, σε Θέογν.