Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱμείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱμείρω[ῑ] (ἵμεροςI. επιθυμώ σφόδρα, ποθώ κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., επιθυμώ ή ποθώ να κάνω κάτι, σε Σόλ., Αισχύλ. κ.λπ. II. ως αποθ., ἱμείρομαι, Μέσ. αόρ. αʹ ἱμειράμην, Παθ. ἱμέρθην· επιθυμώ, θέλω, με γεν., ὁππότ' ἂν ἧς ἱμείρεται αἴης (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· χρημάτων ἱμείρομαι μεγάλως, σε Ηρόδ.