LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἱμάτιον"
- ἱμάτιον[ῑμᾰ-], τό, υποκορ. του ἷμα (δηλ. εἷμα)· I. 1. εξωτερικό ένδυμα, μανδύας ή πανωφόρι που φοριόταν πάνω από τον χιτῶνα, λέξη του πεζού λόγου, συγγενής προς το ποιητ. χλαῖνα του Ομήρου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμ. σαν μεταφραστική απόδοση της ρωμαϊκής toga· ἐν ἱματίοις, Λατ. togati, σε Πλούτ. 2. ἱμάτια, τά, γενικά, ρούχα, ενδύματα, σε Ηρόδ., Δημ. II. γενικά, ύφασμα, σκέπασμα, σε Ηρόδ.