Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱμάς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἱμάς[ῑ], , γεν. ἱμάντος, δοτ. πληθ. ἱμᾶσι, Επικ. ἱμάντεσσι· I. 1. δερμάτινο λουρί ή κορδόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σχοινιά με τα οποία συνδέονται τα άλογα με το άρμα, στο ίδ.· επίσης, ηνία, χαλινάρια, στο ίδ., σε Σοφ., Ευρ. 2. λωρίδες, λουριά με τα οποία ήταν συνδεδεμένο το σώμα του άρματος, σε Ομήρ. Ιλ. 3. μαστίγιο από πολλά λουριά, στο ίδ. 4. λουρί δεσίματος γροθιάς πυγμάχου, στο ίδ. II. 1. στον ενικ., μαγική ζώνη, ζωστήρας ή στηθόδεσμος της Αφροδίτης, Λατ. cestus, στο ίδ. 2. λουρί που δενόταν κάτω από το πηγούνι για να κρατείται το κράνος, περικεφαλαία, στο ίδ. 3. στην Ομήρ. Οδ., λουρί μέσω του οποίου συρόταν ο μοχλός στη θέση του και το οποίο δενόταν έπειτα στην κορώνην, σε Ομήρ. Οδ. 4. μετά τον Όμηρ., λουρί ή κορδόνι σανδαλιού, υποδήματος, σε Ξεν. 5. λουρί σκύλου, στον ίδ.· παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, είναι τόσο δυνατός, σκληρός όσο το λουρί του σκύλου, σε Αριστοφ.
ἱμάσθλη[ῐ], , λωρίδα μαστιγίου, μαστίγιο, σε Όμηρ.
ἱμάσσω[ῐ], μέλ. ἱμάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἵμασα (ἱμάς)· μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα, σε Όμηρ.· γενικά, μαστιγώνω, πληγώνω, βουρδουλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.