LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἱλάσκομαι"
- ἱλάσκομαι[ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. ἱλάσσομαι· αόρ. αʹ ἱλᾰσάμην, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἱλάσσεαι, αποθ. (ἵλαος)· I. εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, θεὸν ἱλάσκεσθαι, κερδίζω την εύνοιά του, σε Όμηρ.· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί κανείς να εξευμενίσει μετά θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. σε Κ.Δ., εξιλεώνω, ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας· III. σε Κ.Δ., επίσης, προστ. Παθ. αορ. ἱλάσθητι, συγχώρεσε, να είσαι ευνοϊκός, σπλαχνικός, ελεήμων.