Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱκανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱκᾰνός[ῐ], , -όν (ἵκω, ἱκάνω), επαρκής, αρκετός, αρμόζων, κατάλληλος· I. λέγεται για πρόσωπα, επαρκής, ικανοποιητικός, αρκετά ισχυρός, με απαρ., σε Ηρόδ.· ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, ικανός να αποδείξει κάτι, σε Θουκ.· ἱκανὸς ζημιοῦν, έχοντας αρκετή δύναμη ώστε να μπορεί να τιμωρεί, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, άνθρωπος με ικανή σύνεση, σε Ηρόδ.· ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν, αρκετά ικανός στην ιατρική, σε Ξεν.· με δοτ. προσ., ισόπαλος προς..., ισοδύναμος με..., εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, σε Πλάτ.· απόλ., ἱκανὸς Ἀπόλλων, σε Σοφ.· ἱκανὸς ἂν γένοιο σύ, σε Ευρ.· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, πολύ πιο ικανοί σε σύγκριση με τους απλούς ανθρώπους, σε Πλάτ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αρκετός, επαρκής, κατάλληλος, σε Ευρ.· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, είχαν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.· λέγεται για μέγεθος, αρκετά μεγάλος, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς, στον ίδ.· ἱκανά σοι μέλαθρα ἐγκαθυβρίζειν, σε Ευρ.· λέγεται για χρόνο, ικανός, αρκετός, «μπόλικος», σε Αριστοφ. 2. ικανοποιητικός, επαρκής, ἱκανὴμαρτυρία, σε Πλάτ.· τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνω εγγύηση (χρηματική ή άλλη), σε Κ.Δ. III. 1. επίρρ. ἱκανῶς, αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, σε Θουκ. κ.λπ. 2. ἀγγέλλοντες ἱκανῶς ἔχειν, αγγέλλοντας ότι η ανοικοδόμηση του (τείχους) προχώρησε αρκετά, ότι έλαβε επαρκές ύψος, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. ἱκανωτάτως, ἱκανώτατα, σε Πλάτ.