Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱκέτης"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἱκέτης[ῐ], -ου, (ἵκω), πρόσωπο που καταφθάνει επιζητώντας προστασία, ικέτης ή δραπέτης, που απλώνει την ἱκετηρίαν του στο βωμό ή στην εστία, με την οποία κίνηση θεωρείται πλέον απαραβίαστος· ιδίως, αυτός που επιζητεί εξαγνισμό, εξιλέωση, ύστερα από ανθρωποκτονία, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἱκετήσιος[ῐ], , -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.