LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἱκέτης"
- ἱκέτης[ῐ], -ου, ὁ (ἵκω), πρόσωπο που καταφθάνει επιζητώντας προστασία, ικέτης ή δραπέτης, που απλώνει την ἱκετηρίαν του στο βωμό ή στην εστία, με την οποία κίνηση θεωρείται πλέον απαραβίαστος· ιδίως, αυτός που επιζητεί εξαγνισμό, εξιλέωση, ύστερα από ανθρωποκτονία, σε Όμηρ. κ.λπ.
- ἱκετήσιος[ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.