Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱζάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱζάνω (ἵζω), I. μτβ., καθίζω, τοποθετώ κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. αμτβ., κάθομαι, Λατ. sedere, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ' ὄμμασι ὕπνος ἱζάνει, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για το έδαφος, κατακάθομαι, βουλιάζω, σε Θουκ.