Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱερεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱερεύς, -έως, Ιων. -ῆος, , Αττ. πληθ. ἱερῆς· Ιων. ονομ. ἱρεύς (ἱερός1. ιερέας, αυτός που εκτελεί θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. μεταφ., ἱερεύς τις ἄτης, λειτουργός δυστυχίας, σε Αισχύλ.· και κωμ., λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ, σε Αριστοφ.