LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰύζω"
- ἰύζω, αόρ. αʹ ἴυξα (ἰού), φωνάζω, κραυγάζω, σε Όμηρ.· έπειτα, κραυγάζω, στενάζω από πόνο ή θλίψη, σε Αισχύλ., Σοφ. (το ῑ σε Επικ. και Πίνδ.· το ῐ σε Σοφ.).