Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰχώρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰχώρ[ῑ], -ῶρος, , αιθέριος χυμός που ρέει στις φλέβες των θεών, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. αιτ. ἰχῶ αντί ἰχῶρα, στο ίδ.· έπειτα, απλώς, αίμα, σε Αισχύλ.