Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰχθύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἰχθύς[ῡ], -ύος[ῠ], , αιτ. ἰχθύν, έπειτα ἰχθύα· κλητ. ἰχθύ· πληθ. ἰχθύες, αιτ. ἰχθύας, συνηρ. ἰχθῦς· I. ψάρι, σε Όμηρ. κ.λπ. II. στον πληθ., οἱ ἰχθύες, ψαραγορά των Αθηνών, σε Αριστοφ.
ἰχθῠσι-ληϊστήρ, -ῆρος, , κλέφτης ψαριών, σε Ανθ.