LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰυγμός"
- ἰυγμός, ὁ (ἰύζω)· I. βοή, κραυγή χαράς, σε Ομήρ. Ιλ. II. κραυγή πόνου, στριγγλιά, ουρλιαχτό, σε Αισχύλ., Ευρ.