LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰτέα"
- ἰτέα, Ιων. ἰτέη, ἡ, I. ιτιά, Λατ. salix, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. II. ασπίδα καλυμμένη με γύψο ή δέρμα βοδιού, σε Ευρ.