LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰσχύς"
- ἰσχύς, -ύος[ῡ], ἡ (πιθ. συγγενές προς τα ἔχω, ἴσχω)· I. 1. δύναμη σώματος, σε Αττ., Ησίοδ.· λέγεται για οχυρωμένη θέση, σε Θουκ. 2. δύναμη, εξουσία, ισχύς, κράτος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· κατ' ἰσχύν, αναγκαστικά, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος χάριν, σε Ευρ. II. στρατιωτική δύναμη, σε Ξεν.