Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰσχίον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰσχίον, τό, 1. κοίλο μέρος του σώματος που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού. 2. στον πληθ., τα σαρκώδη μέρη γύρω από το ισχίο, μηροί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).