Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰσάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰσάζω, μέλ. -άσω· Παθ., αόρ. αʹ ἰσάσθην, παρακ. ἴσασμαι (ἴσος)· εξισώνω, εξισορροπώ, εξομοιώνω, λέγεται για πρόσωπο που κρατά ζυγαριά, που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰσάζω τὰς κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ.Μέσ., εξομοιώνομαι, θέλω να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.