Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰθύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἰθύς, ἰθεῖα, ἰθύ, Ιων. θηλ. ἰθέα, Ιων. αντί εὐθύς· I. 1. λέγεται για κίνηση, ίσιος, ευθύς, Λατ. rectus, χρησιμ. από τον Όμηρ., με αυτή τη σημασία μόνο, στο επίρρ. ἰθύς(βλ. κατωτ. II)· ἰθείῃ τέχνῃ, κατ' ευθείαν, αμέσως, σε Ηρόδ.· ἰθεῖαν (ενν. ὁδόν), κατ' ευθείαν, Λατ. recta (ενν. via), στον ίδ.· ἐκ τῆς ἰθείης (ενν. ὁδοῦ), απευθείας, φανερά, στον ίδ.· κατ' ἰθὺ εἶναι, κατευθείαν απέναντι, στον ίδ. 2. με θετική σημασία, ευθύς, δίκαιος, ακριβής, τίμιος, ἰθεῖαγὰρ ἔσται (ἡ δίκη), σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθείῃσι δίκῃσιν, σε Ησίοδ.· ομοίως στον υπερθ., ως επίρρ., δίκηνἰθύντατα εἰπεῖν, αποφαίνομαι δικαιότατα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πρήξιες ἰθύτεραι [ῠ], σε Θέογν.· ἰθύς τε καὶ δίκαιος, σε Ηρόδ. II. 1. ἰθύς, ή σπανιότερα ἰθύ, ως επίρρ., κατευθείαν προς· με γεν. αντικ., ἰθὺς Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺς κίεν οἴκου, πήγε κατευθείαν προς τον οίκο (δηλ. τη σκηνή του Αχιλλέα), στο ίδ.· ἰθὺ τοῦ Ἴστρου, σε Ηρόδ.· επίσης, ἰθὺς πρὸς τεῖχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης, σε Ηρόδ. 2. απόλ., ἰθὺς φρονέων ἵππους εἴχε, κατηύθυνε τα άλογα αποφασίζοντας να πάει κατευθείαν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰθὺςμαχέσασθαι, παλεύοντας σώμα με σώμα, εκ του συστάδην, απευθείας, στο ίδ.· ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ,, αφού τον αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο, στο ίδ.· λέγεται για τον χρόνο, αμέσως, σε Ηρόδ. 3. ἰθέως, κανονικό επίρρ., σε Ηρόδ.
ἰθύς[—], , μόνο στην αιτ. ἰθύν· 1. λέγεται για ευθεία πορεία· ἀν' ἰθύν, = ἀν' ὀρθόν, κατευθείαν προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ. 2. λέγεται για επιχείρηση, ενέργεια που απαιτεί ταχεία εκτέλεση, πᾶσαν ἐπ' ἰθύν, στον ίδ.· γυναικῶν γνώομεν ἰθύν, σε Ομήρ. Οδ.