Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰθύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰθύνω[ῑ, ῡ], αόρ. αʹ ἴθυναΠαθ., αόρ. αʹ ἰθύνθην· Ιων. αντί εὐθύνω· 1. κάνω κάτι ίσιο, ισιώνω, ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, με τον κανόνα, με τον χάρακα, δια της στάθμης, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., τρέχω ομαλά, λέγεται για άλογα ζευγμένα από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ. 2. οδηγώ σε ευθεία γραμμή, ἵππους ἰθύνομεν (Επικ. αντί -ωμεν), ας τους οδηγήσουμε σε ευθεία, στο ίδ.· νῆα ἰθύνει (ενν. ο κυβερνήτης), το κρατάει ίσιο, στο ίδ.· βέλος ἴθυνεν, το διηύθυνε ίσια, στο ίδ.Μέσ., κατευθύνω ή διευθύνω για τον εαυτό μου· ἰθύνετο ὀϊστόν, σκόπευσε το βέλος του κατ' ευθείαν προς..., σε Ομήρ. Οδ.· πηδαλίῳ ἰθύνετο (δηλ. νῆα), σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἀλλήλων ἰθυνομένων δοῦρα, καθώς κατηύθυναν τα δόρατά τους κατ' ευθείαν ο ένας εναντίον του άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., λέγεται για πλοίο, διευθύνομαι, κυβερνώμαι, σε Ηρόδ. 3. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· λέγεται για κριτή, δικαστή, μύθους ἰθύνειν, επανορθώνω άδικες κρίσεις, σε Ησίοδ.· ἰθύνω τὸ πλέον τινί, κρίνοντας απονέμω το μεγαλύτερο μέρος σε κάποιον, σε Θεόκρ.Παθ., ἰθύνεσθαι θανάτῳ, τιμωρούμαι με θάνατο, σε Ηρόδ.