Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰδιώτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰδιώτης, -ου, (ἴδιοςI. ιδιώτης, πολίτης σαν μεμονωμένο άτομο· ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. κάποιος που διάγει ιδιωτικό βίο, ιδιωτεύει, αντίθ. προς αυτόν που συμμετέχει στα πολιτικά θέματα ή κατέχει δημόσιο αξίωμα, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το στρατηγός, απλός στρατιώτης, σε Ξεν. 2. κοινός άνθρωπος του λαού, πληβείος, σε Πλούτ. 3. ως επίθ., ἰδιώτης βίος, ιδιωτικός τρόπος ζωής, οικογενειακή, σπιτική ζωή, σε Πλάτ. III. 1. αυτός που δεν έχει επαγγελματική γνώση ή επάρκεια, αυτός που δεν ασχολείται με καμιά επιστήμη ή τέχνη, «ανειδίκευτος», ανίδεος· ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, σε Θουκ.· αντίθ. προς το ποιητής, πεζογράφος, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τον εκπαιδευμένο στρατιώτη, σε Θουκ.· επίσης, αντίθ. προς τον ειδικευμένο τεχνίτη, σε Πλάτ. 2. με γεν. πράγμ., αγύμναστος, ανειδίκευτος, άπειρος σε κάτι, Λατ. expers, rudis· ἰδιώτης ἰατρικῆς, στον ίδ.· επίσης, ἰδιώτης κατά τι, σε Ξεν. 3. γενικά, άπειρος, αδίδακτος, αμαθής, στον ίδ., σε Δημ. IV.ἰδιῶται, εγγενείς πολίτες, αντίθ. προς το ξένοι, σε Αριστοφ.