Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰδέα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰδέα[ῐ], Ιων. ἰδέη, (ἰδεῖν), = εἶδος· I. 1. μορφή, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. το «φαίνεσθαι», η όψη ενός πράγματος, αντίθ. προς την πραγματικότητά του, Λατ. species· γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, εξωτερικά φαινόμενα εξαπατούν το μυαλό, σε Θέογν. 3. είδος, φύση, σε Ηρόδ.· ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας, στον ίδ.· τὰ ὄργι' ἐστί τιν' ἰδέαν ἔχοντα; ποια είναι η φύση τους ή το σχήμα τους; σε Ευρ.· καινὰς ἰδέας εἰσφέρειν, εισάγω καινούριες αντιλήψεις, νέους τρόπους, σε Αριστοφ.· πᾶσα ἰδέα θανάτου, κάθε είδος θανάτου, σε Θουκ. II. στη Λογική, = εἶδος, συνομοταξία, είδος, κατηγορία, τάξη, σε Πλάτ.