Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰατρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰᾱτρός[ῑ], Ιων. ἰητρός, (ἰάομαι), όπως το ἰατήρ· I. αυτός που θεραπεύει, γιατρός ή χειρουργός (έννοιες για τις οποίες δεν φαίνεται να υπήρχε κάποια επαγγελματική διαφοροποίηση, διάκριση μεταξύ των δύο κλάδων), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἰατρὸς ὀφθαλμῶν, ὀδόντων, οφθαλμίατρος, οδοντίατρος, σε Ηρόδ. II. μεταφ., ἰατρὸς πόνων, σε Πίνδ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, σε Αισχύλ.