Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰάπτω, μέλ. -ψω, πέμπω, στέλνω, ρίχνω, σε Όμηρ.· κατὰ χρόα ἰάπτειν (ενν. τὰς χεῖρας), εκτείνουν τα χέρια έναντια στο σώμα, δηλ. χτυπούν το στήθος από λύπη, σε Ομήρ. Οδ. 1. λέγεται για βλήματα, εξακοντίζω, ρίπτω, εξαπολύω, σε Αισχύλ.· ἰάπτειν ὀρχήματα, ξεκινώ το χορό, την όρχηση, σε Σοφ. 2. προσβάλλω με τα λόγια, επιτίθεμαι, πλήττω, στον ίδ.· τραυματίζω, ἰάπτειν τινὰ ἐς ὀστέον ἄχρις, σε Θεόκρ.Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν ἦτορ, σε Μόσχ.