LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἧλιξ"
- ἧλιξ, Δωρ. ἇλιξ, -ῐκος, ὁ, ἡ, 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· με γεν., στην ίδια ηλικία με..., σε Αισχύλ. 2. ως ουσ., ομήλικος, συνομήλικος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.