LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἦτορ"
- ἢτορ, τό, στον Όμηρ. πάντοτε στην ονομ. και αιτ., η καρδιά, σαν όργανο του ανθρώπινου σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, με την έννοια το κέντρο της ζωής, η ίδια η ζωή· ἦτορ ὀλέσαι, στο ίδ.· ως η έδρα των συναισθημάτων, των επιθυμιών, στο ίδ. κ.λπ.