Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἦρ"

Βρέθηκαν 67 λήμματα [1 - 20]
ἦρ, συνηρ. αντί ἔαρ.
ἤρᾱ, γʹ ενικ. παρατ. του ἐράω.
ἦρᾰ, I. αόρ. αʹ του αἴρω II. αλλά ἤρα', δηλ. ἤραο, Επικ. αντί ἤρω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω· ομοίως, ἤρᾱ, σε Βοιωτ.
ἦρα, ουδ. επίθ. πληθ., I. δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· ἦρα φέρειν, σε Όμηρ. II. με γεν. = χάριν, εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ.
Ἥρα, Ιων. Ἥρη, , η Ήρα, στη Λατ. Juno, η βασίλισσα των θεών, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή και σύζυγος του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· νὴ τὴν Ἥραν, όρκος των Αθηναίων γυναικών, σε Ξεν.
Ἡραῖος, , -ον, αυτός που ανήκει στην Ήρα· Ἡραῖον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό της Ήρας, το Ηραίο, σε Ηρόδ.
Ἡρακλέης, συνηρ. Ἡρᾰ-κλῆς, , Αττ. γεν. Ἡρακλέους, δοτ. Ἡρακλέεϊ, αιτ. Ἡρακλέᾱ, κλητ. Ἡράκλεες, -εις, Ιων. και Επικ. Ἡρακλῆος, -κλῆι, -κλῆα· οι Αττικοί τύποι συντέμνονται ακόμη περισσότερο, Ἡρακλέος, Ἡρακλέΐ, Ἡρακλέᾰ και Ἡρακλῆ· ανώμ. αιτ. Ἡρακλέην· ο Ηρακλής, Λατ. Hercules, γιος του Δία και της Αλκμήνης, ο πιο δημοφιλής από τους Έλληνες ήρωες, σε Όμηρ. κ.λπ. (το όνομά του υποδηλώνει «τη δόξα της Ήρας», το Ἥρας κλέος, από τη δόξα που εκείνη απέκτησε κατά τη γέννησή του).
Ἡρακλεῖδαι, οἱ, οι Ηρακλείδες, οι απόγονοι του Ηρακλή, σε Ηρόδ.
Ἡράκλειος, , -ον και -ος, -ον, Επικ. -ήειος, Ιων. -ήιος, , -ον, I. αυτός που ανήκει στον Ηρακλή, Λατ. Herculeus· βίη Ἡρακληείη, δηλ. η ρώμη, η δύναμη του Ηρακλή, ο ρωμαλέος Ηρακλής, σε Όμηρ.· Ἡράκλειαι στῆλαι, οι δύο αντικριστοί βράχοι του Ηρακλή, δηλ. η Κάλπη, το σημερινό Γιβραλτάρ, και η Αβύλη, το σημερινό όρος των Πιθήκων, σε Ηρόδ. II. 1. ως ουσ., Ἡράκλειον, Ιων. -ήιον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηρακλή, το Ηράκλειο, στον ίδ. κ.λπ. 2. Ἡράκλεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηρακλή, σε Αριστοφ.
Ἡρακλείτειος, , -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.
Ἡρᾰκλῆς, , συνηρ. από το Ἡρακλέης.
Ἡρακλίσκος, , υποκορ. του Ἡρακλῆς, σε Θεόκρ.
ἤρᾰρον, αόρ. βʹ του ἀραρίσκω.
ἠρᾰσάμην, αόρ. αʹ του ἔραμαι· Επικ. γʹ ενικ. ἠράσσατοΠαθ. με Μέσ. σημασία, ἠράσθην.
ἤρᾰτο, γʹ ενικ. μεσ. αορ. αʹ του ἄρνυμαι.
ἠρᾶτο, γʹ ενικ. παρατ. του ἀράομαι.
ᾑρέθην, Παθ. αόρ. αʹ του αἱρέω· ᾕρει, γʹ ενικ. Ενεργ. παρατ.
ἠρέμᾰ, επίρρ., 1. όπως το ἀτρέμας, σιγανά, ήσυχα, σιωπηλά, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ελαφρά, λίγο, στον ίδ. 3. αργά, με βραδύ ρυθμό, αντίθ. προς το τάχιστα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
ἠρεμαῖος, , -ον, επίθ. του ἠρέμα, ήσυχος, ατάραχος, σε Πλάτ.· ανώμ. συγκρ. ἠρεμέστερος, σε Ξεν.· επίρρ. -αίως = ἠρέμα, στον ίδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.
ἠρεμέω, μέλ. -ήσω, παραμένω ήσυχος, είμαι αδρανής, στέκομαι ατάραχος, σε Ξεν., Πλάτ.