Αποτελέσματα για: "ἦρ"
Βρέθηκαν 67 λήμματα [1 - 20]
-
ἦρ, συνηρ. αντί ἔαρ.
-
ἤρᾱ, γʹ ενικ. παρατ. του ἐράω.
-
ἦρᾰ, I. αόρ. αʹ του αἴρω II. αλλά ἤρα', δηλ. ἤραο, Επικ. αντί ἤρω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω· ομοίως, ἤρᾱ, σε Βοιωτ.
-
ἦρα, ουδ. επίθ. πληθ., I. δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· ἦρα φέρειν, σε Όμηρ. II. με γεν. = χάριν, εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ.
-
Ἥρα, Ιων. Ἥρη, ἡ, η Ήρα, στη Λατ. Juno, η βασίλισσα των θεών, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή και σύζυγος του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· νὴ τὴν Ἥραν, όρκος των Αθηναίων γυναικών, σε Ξεν.
-
Ἡραῖος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στην Ήρα· Ἡραῖον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό της Ήρας, το Ηραίο, σε Ηρόδ.
-
Ἡρακλέης, συνηρ. Ἡρᾰ-κλῆς, ὁ, Αττ. γεν. Ἡρακλέους, δοτ. Ἡρακλέεϊ, αιτ. Ἡρακλέᾱ, κλητ. Ἡράκλεες, -εις, Ιων. και Επικ. Ἡρακλῆος, -κλῆι, -κλῆα· οι Αττικοί τύποι συντέμνονται ακόμη περισσότερο, Ἡρακλέος, Ἡρακλέΐ, Ἡρακλέᾰ και Ἡρακλῆ· ανώμ. αιτ. Ἡρακλέην· ο Ηρακλής, Λατ. Hercules, γιος του Δία και της Αλκμήνης, ο πιο δημοφιλής από τους Έλληνες ήρωες, σε Όμηρ. κ.λπ. (το όνομά του υποδηλώνει «τη δόξα της Ήρας», το Ἥρας κλέος, από τη δόξα που εκείνη απέκτησε κατά τη γέννησή του).
-
Ἡρακλεῖδαι, οἱ, οι Ηρακλείδες, οι απόγονοι του Ηρακλή, σε Ηρόδ.
-
Ἡράκλειος, -α, -ον και -ος, -ον, Επικ. -ήειος, Ιων. -ήιος, -η, -ον, I. αυτός που ανήκει στον Ηρακλή, Λατ. Herculeus· βίη Ἡρακληείη, δηλ. η ρώμη, η δύναμη του Ηρακλή, ο ρωμαλέος Ηρακλής, σε Όμηρ.· Ἡράκλειαι στῆλαι, οι δύο αντικριστοί βράχοι του Ηρακλή, δηλ. η Κάλπη, το σημερινό Γιβραλτάρ, και η Αβύλη, το σημερινό όρος των Πιθήκων, σε Ηρόδ. II. 1. ως ουσ., Ἡράκλειον, Ιων. -ήιον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηρακλή, το Ηράκλειο, στον ίδ. κ.λπ. 2. Ἡράκλεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηρακλή, σε Αριστοφ.
-
Ἡρακλείτειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.
-
Ἡρᾰκλῆς, ὁ, συνηρ. από το Ἡρακλέης.
-
Ἡρακλίσκος, ὁ, υποκορ. του Ἡρακλῆς, σε Θεόκρ.
-
ἤρᾰρον, αόρ. βʹ του ἀραρίσκω.
-
ἠρᾰσάμην, αόρ. αʹ του ἔραμαι· Επικ. γʹ ενικ. ἠράσσατο — Παθ. με Μέσ. σημασία, ἠράσθην.
-
ἤρᾰτο, γʹ ενικ. μεσ. αορ. αʹ του ἄρνυμαι.
-
ἠρᾶτο, γʹ ενικ. παρατ. του ἀράομαι.
-
ᾑρέθην, Παθ. αόρ. αʹ του αἱρέω· ᾕρει, γʹ ενικ. Ενεργ. παρατ.
-
ἠρέμᾰ, επίρρ., 1. όπως το ἀτρέμας, σιγανά, ήσυχα, σιωπηλά, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ελαφρά, λίγο, στον ίδ. 3. αργά, με βραδύ ρυθμό, αντίθ. προς το τάχιστα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἠρεμαῖος, -α, -ον, επίθ. του ἠρέμα, ήσυχος, ατάραχος, σε Πλάτ.· ανώμ. συγκρ. ἠρεμέστερος, σε Ξεν.· επίρρ. -αίως = ἠρέμα, στον ίδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.
-
ἠρεμέω, μέλ. -ήσω, παραμένω ήσυχος, είμαι αδρανής, στέκομαι ατάραχος, σε Ξεν., Πλάτ.